- ερανέμπολος
- ο (AM)αυτός που ζει από εράνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρανος + εμπολή «εμπόριο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρανεμπόλοις — ἐρανέμπολος trader on borrowed capital masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρανέμπολοι — ἐρανέμπολος trader on borrowed capital masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)